- ὑψήνωρ
- ὑψήνωρraisingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑψήνωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] … Dictionary of Greek
Ὑψήνορα — Ὑψήνωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορα — ὑψήνωρ raising masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορες — Ὑψήνωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορες — ὑψήνωρ raising masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορι — Ὑψήνωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορι — ὑψήνωρ raising masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορος — Ὑψήνωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορος — ὑψήνωρ raising masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)